άσπλαγχνος
Смотреть что такое "άσπλαγχνος" в других словарях:
ἄσπλαγχνος — without bowels masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλάγχνως — ἄσπλαγχνος without bowels adverbial ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπλαγχνον — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem acc sg ἄσπλαγχνος without bowels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλάγχνοις — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλάγχνους — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλάγχνων — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπλάγχνῳ — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπλαγχνα — ἄσπλαγχνος without bowels neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπλαγχνε — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπλαγχνοι — ἄσπλαγχνος without bowels masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… … Dictionary of Greek